- πλεῖστ'
- πλεῖστα , πλεῖστοςmostneut nom/voc/acc plπλεῖστε , πλεῖστοςmostmasc voc sgπλεῖσται , πλεῖστοςmostfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πλεῖστ' — Πλεῖστε , Πλεῖστος most masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινδύνευμα — κινδύνευμα, τὸ (Α) [κινδυνεύω] επικίνδυνη τολμηρή ενέργεια, τόλμημα («πλεῑστ ἀνήρ ἐπὶ ξένης ἤθλησε κινδυνεύματ ἐν τὠμῷ κάρᾳ», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ολιγιστάκις — ὀλιγιστάκις (Α) επίρρ. πολύ σπάνια, σπανιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγιστος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλειστ άκις)] … Dictionary of Greek
πεπερασμενάκις — Α επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πλειστ άκις)] … Dictionary of Greek
πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… … Dictionary of Greek
πλεονάκις — ΝΑ, πλεονάκι και πλειονάκις και πλειονάκι Α επίρρ. (ως χρον.) με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνότερα αρχ. 1. πολλές φορές, συχνά 2. πάρα πολύ συχνά, με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα 3. με πολλαπλασιασμό με μεγαλύτερο αριθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλε(ῖ)ον, ουδ … Dictionary of Greek